Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
View word page
ποίμνη
ποίμνη ποίμνη, ἡ, a flock, Od.; properly of sheep (cf. ποιμήν) , Hes., Hdt.; of a ram, Eur. metaph. of persons, Aesch.

ShortDef

a flock

Debugging

Headword:
ποίμνη
Headword (normalized):
ποίμνη
Headword (normalized/stripped):
ποιμνη
IDX:
26566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26598
Key:
poi/mnh

Data

{'content': 'ποίμνη\n ποίμνη, ἡ,\n a flock, Od.; properly of sheep (cf. ποιμήν) , Hes., Hdt.; of a ram, Eur.\n metaph. of persons, Aesch.', 'key': 'poi/mnh'}