Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
View word page
ποιμνήϊος
ποιμνήϊος from ποίμνη ποιμνήιος, α, ον of a flock or herd, Il., Hes.

ShortDef

of a flock

Debugging

Headword:
ποιμνήϊος
Headword (normalized):
ποιμνήϊος
Headword (normalized/stripped):
ποιμνηιος
IDX:
26565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26597
Key:
poimnh/ios

Data

{'content': 'ποιμνήϊος\n from ποίμνη\n ποιμνήιος, α, ον\n of a flock or herd, Il., Hes.', 'key': 'poimnh/ios'}