Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
View word page
ποιμένιος
ποιμένιος ποιμένιος, α, ον = ποιμενικός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποιμένιος
Headword (normalized):
ποιμένιος
Headword (normalized/stripped):
ποιμενιος
IDX:
26563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26595
Key:
poime/nios
Data
{'content': 'ποιμένιος\n ποιμένιος, α, ον\n = ποιμενικός, Anth.', 'key': 'poime/nios'}