Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
View word page
ποικιλτής
ποικιλτής ποικιλτής, οῦ, ὁ, ποικίλλω a broiderer, Aeschin.
ShortDef
a broiderer
Debugging
Headword:
ποικιλτής
Headword (normalized):
ποικιλτής
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτης
IDX:
26556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26588
Key:
poikilth/s
Data
{'content': 'ποικιλτής\n ποικιλτής, οῦ, ὁ,\n ποικίλλω\n a broiderer, Aeschin.', 'key': 'poikilth/s'}