Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
View word page
ποικιλτέος
ποικιλτέος ποικιλτέος, ον, verb. adj. of ποικίλλω one must work in embroidery, Plat.
ShortDef
one must work in embroidery
Debugging
Headword:
ποικιλτέος
Headword (normalized):
ποικιλτέος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτεος
IDX:
26555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26587
Key:
poikilte/os
Data
{'content': 'ποικιλτέος\n ποικιλτέος, ον,\n verb. adj. of ποικίλλω\n one must work in embroidery, Plat.', 'key': 'poikilte/os'}