Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
View word page
ποίκιλσις
ποίκιλσις ποίκιλσις, εως, ποικίλλω = ποικιλία, Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποίκιλσις
Headword (normalized):
ποίκιλσις
Headword (normalized/stripped):
ποικιλσις
IDX:
26554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26586
Key:
poi/kilsis
Data
{'content': 'ποίκιλσις\n ποίκιλσις, εως,\n ποικίλλω\n = ποικιλία, Plat.', 'key': 'poi/kilsis'}