Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
View word page
ποικιλόφρων
ποικιλόφρων ποικῐλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, = ποικιλομήτης, Eur.

ShortDef

wily

Debugging

Headword:
ποικιλόφρων
Headword (normalized):
ποικιλόφρων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοφρων
IDX:
26553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26585
Key:
poikilo/frwn

Data

{'content': 'ποικιλόφρων\n ποικῐλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n = ποικιλομήτης, Eur.', 'key': 'poikilo/frwn'}