ποικιλότραυλος
ποικιλότραυλος
ποικῐλό-τραυλος, ον,
twittering in various notes, Theocr.
{
"content": "ποικιλότραυλος\n ποικῐλό-τραυλος, ον,\n twittering in various notes, Theocr.",
"key": "poikilo/traulos"
}