Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
View word page
ποικιλότευκτος
ποικιλότευκτος ποικιλό-τευκτος, ον, τεύχω manifold, Anth.

ShortDef

manifold

Debugging

Headword:
ποικιλότευκτος
Headword (normalized):
ποικιλότευκτος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοτευκτος
IDX:
26550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26582
Key:
poikilo/teuktos

Data

{'content': 'ποικιλότευκτος\n ποικιλό-τευκτος, ον,\n τεύχω\n manifold, Anth.', 'key': 'poikilo/teuktos'}