ποικιλόστολος
ποικιλόστολος
ποικῐλό-στολος, ον,
στόλος II
of a ship, with variegated prow, Soph.
{
"content": "ποικιλόστολος\n ποικῐλό-στολος, ον,\n στόλος II\n of a ship, with variegated prow, Soph.",
"key": "poikilo/stolos"
}