Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποίκιλσις
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
View word page
ποικιλόστολος
ποικιλόστολος ποικῐλό-στολος, ον, στόλος II of a ship, with variegated prow, Soph.

ShortDef

with variegated prow

Debugging

Headword:
ποικιλόστολος
Headword (normalized):
ποικιλόστολος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοστολος
IDX:
26548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26580
Key:
poikilo/stolos

Data

{'content': 'ποικιλόστολος\n ποικῐλό-στολος, ον,\n στόλος II\n of a ship, with variegated prow, Soph.', 'key': 'poikilo/stolos'}