Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
View word page
ποικιλόμορφος
ποικιλόμορφος ποικῐλό-μορφος, ον, of varied form, variegated, Ar.

ShortDef

of varied form, variegated

Debugging

Headword:
ποικιλόμορφος
Headword (normalized):
ποικιλόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλομορφος
IDX:
26543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26575
Key:
poikilo/morfos

Data

{'content': 'ποικιλόμορφος\n ποικῐλό-μορφος, ον,\n of varied form, variegated, Ar.', 'key': 'poikilo/morfos'}