Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλότραυλος
View word page
ποικιλομήτης
ποικιλομήτης ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις full of various wiles, wily-minded, Hom.

ShortDef

full of various wiles, wily-minded

Debugging

Headword:
ποικιλομήτης
Headword (normalized):
ποικιλομήτης
Headword (normalized/stripped):
ποικιλομητης
IDX:
26541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26573
Key:
poikilomh/ths

Data

{'content': 'ποικιλομήτης\n ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ,\n μῆτις\n full of various wiles, wily-minded, Hom.', 'key': 'poikilomh/ths'}