ποικιλομήτης
ποικιλομήτης
ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ,
μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.
{
"content": "ποικιλομήτης\n ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ,\n μῆτις\n full of various wiles, wily-minded, Hom.",
"key": "poikilomh/ths"
}