Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
View word page
ποικιλόθρονος
ποικιλόθρονος ποικῐλό-θρονος, ον, on rich-worked throne, Sapph.

ShortDef

on rich-worked throne

Debugging

Headword:
ποικιλόθρονος
Headword (normalized):
ποικιλόθρονος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοθρονος
IDX:
26540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26572
Key:
poikilo/qronos

Data

{'content': 'ποικιλόθρονος\n ποικῐλό-θρονος, ον,\n on rich-worked throne, Sapph.', 'key': 'poikilo/qronos'}