Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλόστολος
View word page
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδέρμων ποικῐλο-δέρμων, ον, δέρμα with pied skin, Eur.

ShortDef

with pied skin

Debugging

Headword:
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized):
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοδερμων
IDX:
26538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26570
Key:
poikilode/rmwn

Data

{'content': 'ποικιλοδέρμων\n ποικῐλο-δέρμων, ον,\n δέρμα\n with pied skin, Eur.', 'key': 'poikilode/rmwn'}