Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποιητέος
ποιητής
ποιητικός
ποιητός
ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμυθος
View word page
ποίκιλμα
ποίκιλμα from ποικίλλω ποίκιλμα, ατος, τό, a broidered stuff, brocade, Aesch. broidered work, broidery, Hom. generally, a variety, diversity, Plat.

ShortDef

a broidered stuff, brocade

Debugging

Headword:
ποίκιλμα
Headword (normalized):
ποίκιλμα
Headword (normalized/stripped):
ποικιλμα
IDX:
26534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26566
Key:
poi/kilma

Data

{'content': 'ποίκιλμα\n from ποικίλλω\n ποίκιλμα, ατος, τό,\n a broidered stuff, brocade, Aesch.\n broidered work, broidery, Hom.\n generally, a variety, diversity, Plat.', 'key': 'poi/kilma'}