Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποιημάτιον
ποιηρός
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικός
ποιητός
ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
View word page
ποικιλείμων
ποικιλείμων ποικῐλ-είμων, ονος, εἷμα with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.

ShortDef

with spangled garb

Debugging

Headword:
ποικιλείμων
Headword (normalized):
ποικιλείμων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλειμων
IDX:
26531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26563
Key:
poikilei/mwn

Data

{'content': 'ποικιλείμων\n ποικῐλ-είμων, ονος,\n εἷμα\n with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.', 'key': 'poikilei/mwn'}