Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποίημα
ποιημάτιον
ποιηρός
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικός
ποιητός
ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
View word page
ποικιλάνιος
ποικιλάνιος ποικιλ-άνιος, ον, with broidered reins, Pind.
ShortDef
with broidered reins
Debugging
Headword:
ποικιλάνιος
Headword (normalized):
ποικιλάνιος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλανιος
IDX:
26530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26562
Key:
poikila/nios
Data
{'content': 'ποικιλάνιος\n ποικιλ-άνιος, ον,\n with broidered reins, Pind.', 'key': 'poikila/nios'}