Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόθοδος
πόθος
ποιέω
ποιήεις
ποίημα
ποιημάτιον
ποιηρός
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικός
ποιητός
ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγηρυς
View word page
ποιητικός
ποιητικός ποιητικός, ή, όν ποιέω capable of making, creative, productive, Arist. fitted for a poet, poetical, Plat.;— ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of poetry, poetry, Plat.:—adv. -κῶς, Plat.
ShortDef
capable of making, creative, productive
Debugging
Headword:
ποιητικός
Headword (normalized):
ποιητικός
Headword (normalized/stripped):
ποιητικος
IDX:
26526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26558
Key:
poihtiko/s
Data
{'content': 'ποιητικός\n ποιητικός, ή, όν\n ποιέω\n capable of making, creative, productive, Arist.\n fitted for a poet, poetical, Plat.;— ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of poetry, poetry, Plat.:—adv. -κῶς, Plat.', 'key': 'poihtiko/s'}