Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποθινός
ποθι
πόθι
ποθόβλητος
πόθοδος
πόθος
ποιέω
ποιήεις
ποίημα
ποιημάτιον
ποιηρός
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικός
ποιητός
ποιήτρια
ποιηφάγος
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλία
View word page
ποιηρός
ποιηρός ποιηρός, ά, όν = ποιήεις, Eur.

ShortDef

grassy

Debugging

Headword:
ποιηρός
Headword (normalized):
ποιηρός
Headword (normalized/stripped):
ποιηρος
IDX:
26522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26554
Key:
poihro/s

Data

{'content': 'ποιηρός\n ποιηρός, ά, όν\n = ποιήεις, Eur.', 'key': 'poihro/s'}