Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδρότης
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνέβραχε
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
View word page
ἀνδροφάγος
ἀνδροφάγος φαγεῖν eating men, Od., Hdt.

ShortDef

eating men

Debugging

Headword:
ἀνδροφάγος
Headword (normalized):
ἀνδροφάγος
Headword (normalized/stripped):
ανδροφαγος
IDX:
2654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2655
Key:
a)ndrofa/gos

Data

{'content': 'ἀνδροφάγος\n φαγεῖν\n eating men, Od., Hdt.', 'key': 'a)ndrofa/gos'}