ποθεινός
ποθεινός
ποθεινός, ή, όν
ποθέω
longed for, desired, much desired, esp. if absent or lost (v. πόθος, Trag.; ποθεινὸς ἦλθες Eur.; π. δάκρυα tears of regret, Eur.; π. τοῖς φίλοις Ar.:—adv., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός to long greatly for a thing, Xen.