Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθινός
ποθι
πόθι
ποθόβλητος
πόθοδος
πόθος
View word page
ποθεινός
ποθεινός ποθεινός, ή, όν ποθέω longed for, desired, much desired, esp. if absent or lost (v. πόθος, Trag.; ποθεινὸς ἦλθες Eur.; π. δάκρυα tears of regret, Eur.; π. τοῖς φίλοις Ar.:—adv., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός to long greatly for a thing, Xen.

ShortDef

longed for, desired, much desired

Debugging

Headword:
ποθεινός
Headword (normalized):
ποθεινός
Headword (normalized/stripped):
ποθεινος
IDX:
26507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26539
Key:
poqeino/s

Data

{'content': 'ποθεινός\n ποθεινός, ή, όν\n ποθέω\n longed for, desired, much desired, esp. if absent or lost (v. πόθος, Trag.; ποθεινὸς ἦλθες Eur.; π. δάκρυα tears of regret, Eur.; π. τοῖς φίλοις Ar.:—adv., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός to long greatly for a thing, Xen.', 'key': 'poqeino/s'}