Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθινός
ποθι
πόθι
ποθόβλητος
View word page
ποηφαγέω
ποηφαγέω ποηφᾰγέω, to eat grass, Hdt.
ShortDef
to eat grass
Debugging
Headword:
ποηφαγέω
Headword (normalized):
ποηφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ποηφαγεω
IDX:
26505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26537
Key:
pohfage/w
Data
{'content': 'ποηφαγέω\n ποηφᾰγέω,\n to eat grass, Hdt.', 'key': 'pohfage/w'}