Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθινός
ποθι
πόθι
View word page
ποδώκης
ποδώκης ποδ-ώκης, ες ὠκύς swiftfooted, of Achilles, Il.; π. ἄνθρωπος Thuc.; λαγώς Xen. generally, swift, quick, ὄμμα Aesch.; θεῶν π. βλάβαι Soph.
ShortDef
swiftfooted
Debugging
Headword:
ποδώκης
Headword (normalized):
ποδώκης
Headword (normalized/stripped):
ποδωκης
IDX:
26504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26536
Key:
podw/khs
Data
{'content': 'ποδώκης\n ποδ-ώκης, ες\n ὠκύς\n swiftfooted, of Achilles, Il.; π. ἄνθρωπος Thuc.; λαγώς Xen.\n generally, swift, quick, ὄμμα Aesch.; θεῶν π. βλάβαι Soph.', 'key': 'podw/khs'}