Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθινός
ποθι
View word page
ποδώκεια
ποδώκεια ποδώκεια, ἡ, swiftness of foot, Il., Eur., from ποδώκης

ShortDef

swiftness of foot

Debugging

Headword:
ποδώκεια
Headword (normalized):
ποδώκεια
Headword (normalized/stripped):
ποδωκεια
IDX:
26503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26535
Key:
podw/keia

Data

{'content': 'ποδώκεια\n ποδώκεια, ἡ,\n swiftness of foot, Il., Eur.,\n from ποδώκης', 'key': 'podw/keia'}