Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
View word page
ποδοστράβη
ποδοστράβη ποδο-στράβη, ἡ, a snare or trap to catch the feet, Xen.
ShortDef
a snare
Debugging
Headword:
ποδοστράβη
Headword (normalized):
ποδοστράβη
Headword (normalized/stripped):
ποδοστραβη
IDX:
26501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26533
Key:
podostra/bh
Data
{'content': 'ποδοστράβη\n ποδο-στράβη, ἡ,\n a snare or trap to catch the feet, Xen.', 'key': 'podostra/bh'}