Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
View word page
ποδοκρουστία
ποδοκρουστία ποδο-κρουστία, ἡ, a stamping with the feet, Strab.
ShortDef
a stamping with the feet
Debugging
Headword:
ποδοκρουστία
Headword (normalized):
ποδοκρουστία
Headword (normalized/stripped):
ποδοκρουστια
IDX:
26499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26531
Key:
podokrousti/a
Data
{'content': 'ποδοκρουστία\n ποδο-κρουστία, ἡ,\n a stamping with the feet, Strab.', 'key': 'podokrousti/a'}