Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
ποθεν
View word page
ποδοκάκκη
ποδοκάκκη , ἡ, ποδο-κάκκη, also written ποδοκάκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.

ShortDef

stocks (foot plague)

Debugging

Headword:
ποδοκάκκη
Headword (normalized):
ποδοκάκκη
Headword (normalized/stripped):
ποδοκακκη
IDX:
26498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26530
Key:
podoka/kh

Data

{'content': 'ποδοκάκκη\n , ἡ,\n ποδο-κάκκη, also written ποδοκάκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.', 'key': 'podoka/kh'}