Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
ποθεινός
View word page
ποδίστρα
ποδίστρα from ποδιστήρ ποδίστρα, ἡ, a foottrap, Anth.

ShortDef

a foottrap

Debugging

Headword:
ποδίστρα
Headword (normalized):
ποδίστρα
Headword (normalized/stripped):
ποδιστρα
IDX:
26497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26529
Key:
podi/stra

Data

{'content': 'ποδίστρα\n from ποδιστήρ\n ποδίστρα, ἡ,\n a foottrap, Anth.', 'key': 'podi/stra'}