Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
ποηφάγος
View word page
ποδιστήρ
ποδιστήρ ποδισττήρ, ῆρος, ὁ, ποδίζω foot-entangling, of a long robe, Aesch.

ShortDef

foot-entangling

Debugging

Headword:
ποδιστήρ
Headword (normalized):
ποδιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ποδιστηρ
IDX:
26496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26528
Key:
podisth/r

Data

{'content': 'ποδιστήρ\n ποδισττήρ, ῆρος, ὁ,\n ποδίζω\n foot-entangling, of a long robe, Aesch.', 'key': 'podisth/r'}