Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποηφαγέω
View word page
ποδίκροτος
ποδίκροτος ποδί-κροτος, ον, welded to the feet, Anth.

ShortDef

welded to the feet

Debugging

Headword:
ποδίκροτος
Headword (normalized):
ποδίκροτος
Headword (normalized/stripped):
ποδικροτος
IDX:
26495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26527
Key:
podi/krotos

Data

{'content': 'ποδίκροτος\n ποδί-κροτος, ον,\n welded to the feet, Anth.', 'key': 'podi/krotos'}