Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
ποδοστράβη
ποδόψηστρον
ποδώκεια
View word page
ποδιαῖος
ποδιαῖος πούς a foot long, broad, or high, Xen.
ShortDef
a foot long, broad
Debugging
Headword:
ποδιαῖος
Headword (normalized):
ποδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ποδιαιος
IDX:
26493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26525
Key:
podiai=os
Data
{'content': 'ποδιαῖος\n πούς\n a foot long, broad, or high, Xen.', 'key': 'podiai=os'}