Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
ποδορραγής
View word page
ποδηνεκής
ποδηνεκής ποδ-ηνεκής, ές ἐνέγκαι reaching to the feet, Il., Hdt.
ShortDef
reaching to the feet
Debugging
Headword:
ποδηνεκής
Headword (normalized):
ποδηνεκής
Headword (normalized/stripped):
ποδηνεκης
IDX:
26490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26522
Key:
podhnekh/s
Data
{'content': 'ποδηνεκής\n ποδ-ηνεκής, ές\n ἐνέγκαι\n reaching to the feet, Il., Hdt.', 'key': 'podhnekh/s'}