Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδοκάκκη
ποδοκρουστία
View word page
ποδηγός
ποδηγός ποδᾱγός, οῦ, ὁ, ἡγέομαι a guide, attendant, Soph., Eur.

ShortDef

a guide, attendant

Debugging

Headword:
ποδηγός
Headword (normalized):
ποδηγός
Headword (normalized/stripped):
ποδηγος
IDX:
26489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26521
Key:
podhgo/s

Data

{'content': 'ποδηγός\n ποδᾱγός, οῦ, ὁ,\n ἡγέομαι\n a guide, attendant, Soph., Eur.', 'key': 'podhgo/s'}