Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδρότης
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
View word page
ἀνδρότης
ἀνδρότης manliness, manhood, courage, = ἀνδρεία: cf. ἁδροτής.
ShortDef
manliness, manhood, courage
Debugging
Headword:
ἀνδρότης
Headword (normalized):
ἀνδρότης
Headword (normalized/stripped):
ανδροτης
IDX:
2651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2652
Key:
a)ndro/ths
Data
{'content': 'ἀνδρότης\n manliness, manhood, courage, = ἀνδρεία: cf. ἁδροτής.', 'key': 'a)ndro/ths'}