Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
ποδίστρα
View word page
ποδένδυτος
ποδένδυτος ποδ-ένδῠτος, ον, ἐνδύω drawn over the feet, Aesch.
ShortDef
drawn over the feet
Debugging
Headword:
ποδένδυτος
Headword (normalized):
ποδένδυτος
Headword (normalized/stripped):
ποδενδυτος
IDX:
26487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26519
Key:
pode/ndutos
Data
{'content': 'ποδένδυτος\n ποδ-ένδῠτος, ον,\n ἐνδύω\n drawn over the feet, Aesch.', 'key': 'pode/ndutos'}