Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδίκροτος
ποδιστήρ
View word page
ποδάρκης
ποδάρκης ποδ-άρκης, ες ἀρκέω sufficient with the feet, swiftfooted, of Achilles, Il.; ποδάρκης ἁμέρα a day of swiftness, i. e. on which swift runners contended, Pind.; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the field of swift courses, i. e. the Pythian racecourse, Pind.

ShortDef

Podarces
sufficient with the feet, swiftfooted

Debugging

Headword:
ποδάρκης
Headword (normalized):
ποδάρκης
Headword (normalized/stripped):
ποδαρκης
IDX:
26486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26518
Key:
poda/rkhs

Data

{'content': 'ποδάρκης\n ποδ-άρκης, ες\n ἀρκέω\n sufficient with the feet, swiftfooted, of Achilles, Il.; ποδάρκης ἁμέρα a day of swiftness, i. e. on which swift runners contended, Pind.; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the field of swift courses, i. e. the Pythian racecourse, Pind.', 'key': 'poda/rkhs'}