Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
View word page
ποδανιπτήρ
ποδανιπτήρ ποδᾰ-νιπτήρ, ῆρος, ὁ, νίζω a vessel for washing the feet in, a footpan, Hdt.

ShortDef

a vessel for washing the feet in, a footpan

Debugging

Headword:
ποδανιπτήρ
Headword (normalized):
ποδανιπτήρ
Headword (normalized/stripped):
ποδανιπτηρ
IDX:
26482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26514
Key:
podanipth/r

Data

{'content': 'ποδανιπτήρ\n ποδᾰ-νιπτήρ, ῆρος, ὁ,\n νίζω\n a vessel for washing the feet in, a footpan, Hdt.', 'key': 'podanipth/r'}