Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
View word page
ποδαγρικός
ποδαγρικός ποδαγρικός, ή, όν from ποδάγρα liable to gout, gouty, Plut.

ShortDef

liable to gout, gouty

Debugging

Headword:
ποδαγρικός
Headword (normalized):
ποδαγρικός
Headword (normalized/stripped):
ποδαγρικος
IDX:
26481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26513
Key:
podagriko/s

Data

{'content': 'ποδαγρικός\n ποδαγρικός, ή, όν\n from ποδάγρα\n liable to gout, gouty, Plut.', 'key': 'podagriko/s'}