Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγός
ποδηνεκής
View word page
ποδαγράω
ποδαγράω from ποδάγρα ποδαγράω, to have gout in the feet, Ar.
ShortDef
to have gout in the feet
Debugging
Headword:
ποδαγράω
Headword (normalized):
ποδαγράω
Headword (normalized/stripped):
ποδαγραω
IDX:
26480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26512
Key:
podagra/w
Data
{'content': 'ποδαγράω\n from ποδάγρα\n ποδαγράω,\n to have gout in the feet, Ar.', 'key': 'podagra/w'}