Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
View word page
ποδαβρός
ποδαβρός ποδ-αβρός, όν tenderfooted, Orac. ap. Hdt.

ShortDef

tenderfooted

Debugging

Headword:
ποδαβρός
Headword (normalized):
ποδαβρός
Headword (normalized/stripped):
ποδαβρος
IDX:
26478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26510
Key:
podabro/s

Data

{'content': 'ποδαβρός\n ποδ-αβρός, όν\n tenderfooted, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'podabro/s'}