Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
πόδαργος
ποδάρκης
View word page
ποάζω
ποάζω ποάζω, of ground, produce grass, Strab.

ShortDef

produce grass

Debugging

Headword:
ποάζω
Headword (normalized):
ποάζω
Headword (normalized/stripped):
ποαζω
IDX:
26476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26508
Key:
poa/zw

Data

{'content': 'ποάζω\n ποάζω,\n of ground, produce grass, Strab.', 'key': 'poa/zw'}