Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
View word page
πνικτός
πνικτός πνικτός, ή, όν verb. adj. strangled, NTest.
ShortDef
strangled
Debugging
Headword:
πνικτός
Headword (normalized):
πνικτός
Headword (normalized/stripped):
πνικτος
IDX:
26473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26505
Key:
pnikto/s
Data
{'content': 'πνικτός\n πνικτός, ή, όν\n verb. adj.\n strangled, NTest.', 'key': 'pnikto/s'}