Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
View word page
πνῖγος
πνῖγος πνῖγος, εος, τό, πνίγω stifling heat, Ar., Thuc.
ShortDef
stifling heat
Debugging
Headword:
πνῖγος
Headword (normalized):
πνῖγος
Headword (normalized/stripped):
πνιγος
IDX:
26471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26503
Key:
pni=gos
Data
{'content': 'πνῖγος\n πνῖγος, εος, τό,\n πνίγω\n stifling heat, Ar., Thuc.', 'key': 'pni=gos'}