Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
View word page
πνιγόεις
πνιγόεις πνῐγόεις, εσσα, εν = πνιγηρός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πνιγόεις
Headword (normalized):
πνιγόεις
Headword (normalized/stripped):
πνιγοεις
IDX:
26470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26502
Key:
pnigo/eis

Data

{'content': 'πνιγόεις\n πνῐγόεις, εσσα, εν\n = πνιγηρός, Anth.', 'key': 'pnigo/eis'}