Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
ποδάγρα
View word page
πνιγμός
πνιγμός πνιγμός, οῦ, ὁ, πνίγω a choking or being choked, Xen.

ShortDef

a choking

Debugging

Headword:
πνιγμός
Headword (normalized):
πνιγμός
Headword (normalized/stripped):
πνιγμος
IDX:
26469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26501
Key:
pnigmo/s

Data

{'content': 'πνιγμός\n πνιγμός, οῦ, ὁ,\n πνίγω\n a choking or being choked, Xen.', 'key': 'pnigmo/s'}