Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
ποδαβρός
View word page
πνιγίζω
πνιγίζω πνῑγίζω, = πνίγω, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πνιγίζω
Headword (normalized):
πνιγίζω
Headword (normalized/stripped):
πνιγιζω
IDX:
26468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26500
Key:
pnigi/zw
Data
{'content': 'πνιγίζω\n πνῑγίζω,\n = πνίγω, Anth.', 'key': 'pnigi/zw'}