Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
View word page
ἀγρεῖφνα
ἀγρεῖφνα a harrow, rake, Anth.
ShortDef
a harrow, rake
Debugging
Headword:
ἀγρεῖφνα
Headword (normalized):
ἀγρεῖφνα
Headword (normalized/stripped):
αγρειφνα
IDX:
265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n265
Key:
a)grei=fna
Data
{'content': 'ἀγρεῖφνα\n a harrow, rake, Anth.', 'key': 'a)grei=fna'}