Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
πνύξ
ποάζω
πόα
View word page
πνιγηρός
πνιγηρός πνῑγηρός, ά, όν πνίγω choking, stifling, Ar.

ShortDef

choking, stifling

Debugging

Headword:
πνιγηρός
Headword (normalized):
πνιγηρός
Headword (normalized/stripped):
πνιγηρος
IDX:
26467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26499
Key:
pnighro/s

Data

{'content': 'πνιγηρός\n πνῑγηρός, ά, όν\n πνίγω\n choking, stifling, Ar.', 'key': 'pnighro/s'}