Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
πνικτός
πνοή
View word page
πνευστιάω
πνευστιάω πνευστιάω, to breathe hard, pant, Arist.; Epic part. πνευστιόων, Anth.

ShortDef

to breathe hard, pant

Debugging

Headword:
πνευστιάω
Headword (normalized):
πνευστιάω
Headword (normalized/stripped):
πνευστιαω
IDX:
26464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26496
Key:
pneustia/w

Data

{'content': 'πνευστιάω\n πνευστιάω,\n to breathe hard, pant, Arist.; Epic part. πνευστιόων, Anth.', 'key': 'pneustia/w'}