Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλύνω
πλύσις
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πνεῦμα
πνευματικός
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγίζω
πνιγμός
πνιγόεις
πνῖγος
πνίγω
View word page
πνευματικός
πνευματικός from πνεῦμα πνευμᾰτικός, ή, όν of spirit, spiritual, NTest.
ShortDef
of spirit, spiritual
Debugging
Headword:
πνευματικός
Headword (normalized):
πνευματικός
Headword (normalized/stripped):
πνευματικος
IDX:
26462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26494
Key:
pneumatiko/s
Data
{'content': 'πνευματικός\n from πνεῦμα\n πνευμᾰτικός, ή, όν\n of spirit, spiritual, NTest.', 'key': 'pneumatiko/s'}